- κυριωτέραν
- κῡριωτέρᾱν , κύριοςhaving powerfem acc comp sg (attic doric aeolic)κῡριωτέρᾱν , κύριοςhaving powerfem acc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γαλανός, Δημήτριος — (Αθήνα 1760 – Μπενάρες, Ινδία 1833). Λόγιος. Ο Γ. ήταν ένας από τους πρώιμους μελετητές της ινδικής φιλολογίας. Μετά τις σπουδές του σε σχολές της Αθήνας, του Μεσολογγίου και της Πάτμου, δίδαξε ελληνικά για λίγα χρόνια σε ένα σχολείο της… … Dictionary of Greek